- παμπλείων
- παμπλείωνmuch greatermasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παμπλείων — παμπλείων, ονος, ὁ, ἡ (Α) κατά πολύ περισσότερος ή μεγαλύτερος («παμπλείων ὄγκος φωνῆς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πλείων] … Dictionary of Greek